Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
βατιάκη
βατιδοσκόπος
View word page
βατεία
bush, thicket
ShortDef
bush, thicket
Debugging
Headword:
βατεία
Headword (normalized):
βατεία
Headword (normalized/stripped):
βατεια
IDX:
16949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16950
Key:
Data
{'content': 'bush, thicket'}