Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
βατιάκη
View word page
Βατάνωχος
Batanochus
ShortDef
Batanochus
Debugging
Headword:
Βατάνωχος
Headword (normalized):
βατάνωχος
Headword (normalized/stripped):
βατανωχος
IDX:
16948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16949
Key:
Data
{'content': 'Batanochus'}