Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
βάτης
βατιά
View word page
βαταλίζομαι
live like a βάταλος

ShortDef

live like a βάταλος

Debugging

Headword:
βαταλίζομαι
Headword (normalized):
βαταλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
βαταλιζομαι
IDX:
16947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16948
Key:

Data

{'content': 'live like a βάταλος'}