Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
βατηρίς
View word page
βαστέρνιον
basterna, closed litter

ShortDef

basterna, closed litter

Debugging

Headword:
βαστέρνιον
Headword (normalized):
βαστέρνιον
Headword (normalized/stripped):
βαστερνιον
IDX:
16945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16946
Key:

Data

{'content': 'basterna, closed litter'}