Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
Βατή
βατήρ
View word page
βαστακτός
to be borne
ShortDef
to be borne
Debugging
Headword:
βαστακτός
Headword (normalized):
βαστακτός
Headword (normalized/stripped):
βαστακτος
IDX:
16944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16945
Key:
Data
{'content': 'to be borne'}