Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
βατέω
View word page
βαστακτής
bearer, porter
ShortDef
bearer, porter
Debugging
Headword:
βαστακτής
Headword (normalized):
βαστακτής
Headword (normalized/stripped):
βαστακτης
IDX:
16942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16943
Key:
Data
{'content': 'bearer, porter'}