Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
βατεύω
View word page
βαστακτέον
one must bear

ShortDef

one must bear

Debugging

Headword:
βαστακτέον
Headword (normalized):
βαστακτέον
Headword (normalized/stripped):
βαστακτεον
IDX:
16941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16942
Key:

Data

{'content': 'one must bear'}