Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
βάτελλα
View word page
βαστάζω
to lift, lift up, raise

ShortDef

to lift, lift up, raise

Debugging

Headword:
βαστάζω
Headword (normalized):
βαστάζω
Headword (normalized/stripped):
βασταζω
IDX:
16940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16941
Key:

Data

{'content': 'to lift, lift up, raise'}