Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασκάς
βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
βατεία
View word page
βάσταγμα
that which is borne, a burden

ShortDef

that which is borne, a burden

Debugging

Headword:
βάσταγμα
Headword (normalized):
βάσταγμα
Headword (normalized/stripped):
βασταγμα
IDX:
16939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16940
Key:

Data

{'content': 'that which is borne, a burden'}