Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασκαντικός
βασκάς
βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
Βατάνωχος
View word page
βαστάγιον
baldric

ShortDef

baldric

Debugging

Headword:
βαστάγιον
Headword (normalized):
βαστάγιον
Headword (normalized/stripped):
βασταγιον
IDX:
16938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16939
Key:

Data

{'content': 'baldric'}