Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάσκανος
βασκαντικός
βασκάς
βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
βαταλίζομαι
View word page
βασταγή
transport

ShortDef

transport

Debugging

Headword:
βασταγή
Headword (normalized):
βασταγή
Headword (normalized/stripped):
βασταγη
IDX:
16937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16938
Key:

Data

{'content': 'transport'}