Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασκάνιον
βάσκανος
βασκαντικός
βασκάς
βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
βαστέρνιον
βασυνίας
View word page
βασταγάριος
transport-worker

ShortDef

transport-worker

Debugging

Headword:
βασταγάριος
Headword (normalized):
βασταγάριος
Headword (normalized/stripped):
βασταγαριος
IDX:
16936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16937
Key:

Data

{'content': 'transport-worker'}