Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασκαίνω
βασκανία
βασκάνιον
βάσκανος
βασκαντικός
βασκάς
βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
βαστακτός
View word page
βασσάριον
a little fox

ShortDef

a little fox

Debugging

Headword:
βασσάριον
Headword (normalized):
βασσάριον
Headword (normalized/stripped):
βασσαριον
IDX:
16934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16935
Key:

Data

{'content': 'a little fox'}