Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βασκάνιον
βάσκανος
βασκαντικός
βασκάς
βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
βαστακτικός
View word page
βασσάρα
a fox
ShortDef
a fox
Debugging
Headword:
βασσάρα
Headword (normalized):
βασσάρα
Headword (normalized/stripped):
βασσαρα
IDX:
16933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16934
Key:
Data
{'content': 'a fox'}