Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βασκάνιον
βάσκανος
βασκαντικός
βασκάς
βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
βασταγή
βαστάγιον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτέον
βαστακτής
View word page
βασμιαῖος
flat
ShortDef
flat
Debugging
Headword:
βασμιαῖος
Headword (normalized):
βασμιαῖος
Headword (normalized/stripped):
βασμιαιος
IDX:
16932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16933
Key:
Data
{'content': 'flat'}