Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βασιλίσκος
βασίλισσα
Βάσιλος
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βασκάνιον
βάσκανος
βασκαντικός
βασκάς
βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
βάσσων
βασταγάριος
View word page
βασκάνιον
charm, amulet

ShortDef

charm, amulet

Debugging

Headword:
βασκάνιον
Headword (normalized):
βασκάνιον
Headword (normalized/stripped):
βασκανιον
IDX:
16926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16927
Key:

Data

{'content': 'charm, amulet'}