Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βασιλίσκος
βασίλισσα
Βάσιλος
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βασκάνιον
βάσκανος
βασκαντικός
βασκάς
βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
βασσάρα
βασσάριον
View word page
βασκαίνω
to slander, malign, belie, disparage
ShortDef
to slander, malign, belie, disparage
Debugging
Headword:
βασκαίνω
Headword (normalized):
βασκαίνω
Headword (normalized/stripped):
βασκαινω
IDX:
16924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16925
Key:
Data
{'content': 'to slander, malign, belie, disparage'}