Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βασιλίσκος
βασίλισσα
Βάσιλος
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βασκάνιον
βάσκανος
βασκαντικός
βασκάς
βασκαύλης
βάσκω
βασμιαῖος
View word page
βάσιμος
passable, accessible

ShortDef

passable, accessible

Debugging

Headword:
βάσιμος
Headword (normalized):
βάσιμος
Headword (normalized/stripped):
βασιμος
IDX:
16922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16923
Key:

Data

{'content': 'passable, accessible'}