Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βασιλίσκος
βασίλισσα
Βάσιλος
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βασκάνιον
βάσκανος
βασκαντικός
βασκάς
View word page
βασιλίσκος
princelet, chieftain

ShortDef

princelet, chieftain

Debugging

Headword:
βασιλίσκος
Headword (normalized):
βασιλίσκος
Headword (normalized/stripped):
βασιλισκος
IDX:
16919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16920
Key:

Data

{'content': 'princelet, chieftain'}