Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βασιλίσκος
βασίλισσα
Βάσιλος
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βασκάνιον
βάσκανος
βασκαντικός
View word page
βασιλίς
a queen, princess

ShortDef

a queen, princess

Debugging

Headword:
βασιλίς
Headword (normalized):
βασιλίς
Headword (normalized/stripped):
βασιλις
IDX:
16918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16919
Key:

Data

{'content': 'a queen, princess'}