Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βασιλίσκος
βασίλισσα
Βάσιλος
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βασκάνιον
βάσκανος
View word page
βασιλικός
royal, kingly
ShortDef
royal, kingly
Debugging
Headword:
βασιλικός
Headword (normalized):
βασιλικός
Headword (normalized/stripped):
βασιλικος
IDX:
16917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16918
Key:
Data
{'content': 'royal, kingly'}