Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βασιλίσκος
βασίλισσα
Βάσιλος
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
View word page
βασιληΐς
royal
ShortDef
royal
Debugging
Headword:
βασιληΐς
Headword (normalized):
βασιληΐς
Headword (normalized/stripped):
βασιληις
IDX:
16915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16916
Key:
Data
{'content': 'royal'}