Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βασιλίσκος
βασίλισσα
View word page
βασιλεύς
a king, chief
ShortDef
a king, chief
Debugging
Headword:
βασιλεύς
Headword (normalized):
βασιλεύς
Headword (normalized/stripped):
βασιλευς
IDX:
16910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16911
Key:
Data
{'content': 'a king, chief'}