Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βασιλίσκος
View word page
βασίλειος
of the king, kingly, royal

ShortDef

of the king, kingly, royal

Debugging

Headword:
βασίλειος
Headword (normalized):
βασίλειος
Headword (normalized/stripped):
βασιλειος
IDX:
16909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16910
Key:

Data

{'content': 'of the king, kingly, royal'}