Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
View word page
βασίλειον
a kingly dwelling, palace

ShortDef

a kingly dwelling, palace

Debugging

Headword:
βασίλειον
Headword (normalized):
βασίλειον
Headword (normalized/stripped):
βασιλειον
IDX:
16908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16909
Key:

Data

{'content': 'a kingly dwelling, palace'}