Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
View word page
βασιλείδιον
a petty king
ShortDef
a petty king
Debugging
Headword:
βασιλείδιον
Headword (normalized):
βασιλείδιον
Headword (normalized/stripped):
βασιλειδιον
IDX:
16907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16908
Key:
Data
{'content': 'a petty king'}