Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
βασιληΐς
βασιλίζω
View word page
βασιλείδης
prince

ShortDef

prince

Debugging

Headword:
βασιλείδης
Headword (normalized):
βασιλείδης
Headword (normalized/stripped):
βασιλειδης
IDX:
16906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16907
Key:

Data

{'content': 'prince'}