Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
βασιλήϊος
View word page
βασίλεια
a queen, princess
ShortDef
a queen, princess
Debugging
Headword:
βασίλεια
Headword (normalized):
βασίλεια
Headword (normalized/stripped):
βασιλεια
IDX:
16904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16905
Key:
Data
{'content': 'a queen, princess'}