Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βασανηδόν
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
βασιλεύω
βασίλη
View word page
βασιλεία
a kingdom, dominion

ShortDef

a kingdom, dominion

Debugging

Headword:
βασιλεία
Headword (normalized):
βασιλεία
Headword (normalized/stripped):
βασιλεια
IDX:
16903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16904
Key:

Data

{'content': 'a kingdom, dominion'}