Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυωπέω
βασαναστραγάλη
βασανηδόν
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλευτός
View word page
βασανίστρια
an examiner (βασανιστής LSJ)

ShortDef

an examiner (βασανιστής LSJ)

Debugging

Headword:
βασανίστρια
Headword (normalized):
βασανίστρια
Headword (normalized/stripped):
βασανιστρια
IDX:
16901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16902
Key:

Data

{'content': 'an examiner (βασανιστής LSJ)'}