Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρυώδυνος
βαρυωπέω
βασαναστραγάλη
βασανηδόν
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
βασιλείδης
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
View word page
βασανιστικός
given to
ShortDef
given to
Debugging
Headword:
βασανιστικός
Headword (normalized):
βασανιστικός
Headword (normalized/stripped):
βασανιστικος
IDX:
16900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16901
Key:
Data
{'content': 'given to'}