Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυχείμων
βαρύχορδος
βαρύχρους
βαρύψυχος
βαρυώδυνος
βαρυωπέω
βασαναστραγάλη
βασανηδόν
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
βασιλείδης
View word page
βασανιστέος
to be put to the proof

ShortDef

to be put to the proof

Debugging

Headword:
βασανιστέος
Headword (normalized):
βασανιστέος
Headword (normalized/stripped):
βασανιστεος
IDX:
16896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16897
Key:

Data

{'content': 'to be put to the proof'}