Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρύχειλος
βαρυχείμων
βαρύχορδος
βαρύχρους
βαρύψυχος
βαρυώδυνος
βαρυωπέω
βασαναστραγάλη
βασανηδόν
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
βασίλεια
βασιλειάω
View word page
βασανισμός
torture
ShortDef
torture
Debugging
Headword:
βασανισμός
Headword (normalized):
βασανισμός
Headword (normalized/stripped):
βασανισμος
IDX:
16895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16896
Key:
Data
{'content': 'torture'}