Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυφωνία
βαρύφωνος
βαρύχειλος
βαρυχείμων
βαρύχορδος
βαρύχρους
βαρύψυχος
βαρυώδυνος
βαρυωπέω
βασαναστραγάλη
βασανηδόν
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
βάσανος
βασιλεία
View word page
βασανηδόν
by means of torture

ShortDef

by means of torture

Debugging

Headword:
βασανηδόν
Headword (normalized):
βασανηδόν
Headword (normalized/stripped):
βασανηδον
IDX:
16893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16894
Key:

Data

{'content': 'by means of torture'}