Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρύφρων
βαρυφωνέω
βαρυφωνία
βαρύφωνος
βαρύχειλος
βαρυχείμων
βαρύχορδος
βαρύχρους
βαρύψυχος
βαρυώδυνος
βαρυωπέω
βασαναστραγάλη
βασανηδόν
βασανίζω
βασανισμός
βασανιστέος
βασανιστήριον
βασανιστήριος
βασανιστής
βασανιστικός
βασανίστρια
View word page
βαρυωπέω
to be dim-sighted
ShortDef
to be dim-sighted
Debugging
Headword:
βαρυωπέω
Headword (normalized):
βαρυωπέω
Headword (normalized/stripped):
βαρυωπεω
IDX:
16891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16892
Key:
Data
{'content': 'to be dim-sighted'}