Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρυταρβής
βαρυτελής
βαρύτης
βαρυτιμέω
βαρύτιμος
βαρύτλητος
βαρυτονέω
βαρυτόνησις
βαρυτονητέος
βαρύτονος
βαρύϋπνος
βαρυφθέγκτας
βαρύφθογγος
βαρύφθονος
βαρύφλοισβος
βαρύφορτος
βαρυφροσύνη
βαρύφρων
βαρυφωνέω
βαρυφωνία
βαρύφωνος
View word page
βαρύϋπνος
sleeping heavily
ShortDef
sleeping heavily
Debugging
Headword:
βαρύϋπνος
Headword (normalized):
βαρύϋπνος
Headword (normalized/stripped):
βαρυυπνος
IDX:
16874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16875
Key:
Data
{'content': 'sleeping heavily'}