Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρύστονος
βαρυσύμφορος
βαρυσφάραγος
βαρύσωμος
βαρυτάλαντος
βαρυταρβής
βαρυτελής
βαρύτης
βαρυτιμέω
βαρύτιμος
βαρύτλητος
βαρυτονέω
βαρυτόνησις
βαρυτονητέος
βαρύτονος
βαρύϋπνος
βαρυφθέγκτας
βαρύφθογγος
βαρύφθονος
βαρύφλοισβος
βαρύφορτος
View word page
βαρύτλητος
bearing a heavy weight

ShortDef

bearing a heavy weight

Debugging

Headword:
βαρύτλητος
Headword (normalized):
βαρύτλητος
Headword (normalized/stripped):
βαρυτλητος
IDX:
16869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16870
Key:

Data

{'content': 'bearing a heavy weight'}