Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρύσπλαγχνος
βαρυσταθμέω
βαρύσταθμος
βαρυστενάχων
βαρύστομος
βαρύστονος
βαρυσύμφορος
βαρυσφάραγος
βαρύσωμος
βαρυτάλαντος
βαρυταρβής
βαρυτελής
βαρύτης
βαρυτιμέω
βαρύτιμος
βαρύτλητος
βαρυτονέω
βαρυτόνησις
βαρυτονητέος
βαρύτονος
βαρύϋπνος
View word page
βαρυταρβής
terrifying
ShortDef
terrifying
Debugging
Headword:
βαρυταρβής
Headword (normalized):
βαρυταρβής
Headword (normalized/stripped):
βαρυταρβης
IDX:
16864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16865
Key:
Data
{'content': 'terrifying'}