Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρυσκελής
βαρυσκίπων
βαρύσπλαγχνος
βαρυσταθμέω
βαρύσταθμος
βαρυστενάχων
βαρύστομος
βαρύστονος
βαρυσύμφορος
βαρυσφάραγος
βαρύσωμος
βαρυτάλαντος
βαρυταρβής
βαρυτελής
βαρύτης
βαρυτιμέω
βαρύτιμος
βαρύτλητος
βαρυτονέω
βαρυτόνησις
βαρυτονητέος
View word page
βαρύσωμος
heavy in body
ShortDef
heavy in body
Debugging
Headword:
βαρύσωμος
Headword (normalized):
βαρύσωμος
Headword (normalized/stripped):
βαρυσωμος
IDX:
16862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16863
Key:
Data
{'content': 'heavy in body'}