Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρυρρήμων
βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκελής
βαρυσκίπων
βαρύσπλαγχνος
βαρυσταθμέω
βαρύσταθμος
βαρυστενάχων
βαρύστομος
βαρύστονος
βαρυσύμφορος
βαρυσφάραγος
βαρύσωμος
βαρυτάλαντος
βαρυταρβής
βαρυτελής
βαρύτης
βαρυτιμέω
βαρύτιμος
βαρύτλητος
View word page
βαρύστονος
groaning heavily, bellowing
ShortDef
groaning heavily, bellowing
Debugging
Headword:
βαρύστονος
Headword (normalized):
βαρύστονος
Headword (normalized/stripped):
βαρυστονος
IDX:
16859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16860
Key:
Data
{'content': 'groaning heavily, bellowing'}