Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρύπους
βαρύπυκνος
βαρυρρήμων
βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκελής
βαρυσκίπων
βαρύσπλαγχνος
βαρυσταθμέω
βαρύσταθμος
βαρυστενάχων
βαρύστομος
βαρύστονος
βαρυσύμφορος
βαρυσφάραγος
βαρύσωμος
βαρυτάλαντος
βαρυταρβής
βαρυτελής
βαρύτης
βαρυτιμέω
View word page
βαρυστενάχων
sobbing heavily

ShortDef

sobbing heavily

Debugging

Headword:
βαρυστενάχων
Headword (normalized):
βαρυστενάχων
Headword (normalized/stripped):
βαρυστεναχων
IDX:
16857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16858
Key:

Data

{'content': 'sobbing heavily'}