Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρύποτμος
βαρύπους
βαρύπυκνος
βαρυρρήμων
βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκελής
βαρυσκίπων
βαρύσπλαγχνος
βαρυσταθμέω
βαρύσταθμος
βαρυστενάχων
βαρύστομος
βαρύστονος
βαρυσύμφορος
βαρυσφάραγος
βαρύσωμος
βαρυτάλαντος
βαρυταρβής
βαρυτελής
βαρύτης
View word page
βαρύσταθμος
weighing heavy
ShortDef
weighing heavy
Debugging
Headword:
βαρύσταθμος
Headword (normalized):
βαρύσταθμος
Headword (normalized/stripped):
βαρυσταθμος
IDX:
16856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16857
Key:
Data
{'content': 'weighing heavy'}