Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυπήμων
βαρύπλουτος
βαρυπνείων
βαρύπνοια
βαρύποτμος
βαρύπους
βαρύπυκνος
βαρυρρήμων
βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκελής
βαρυσκίπων
βαρύσπλαγχνος
βαρυσταθμέω
βαρύσταθμος
βαρυστενάχων
βαρύστομος
βαρύστονος
βαρυσύμφορος
βαρυσφάραγος
βαρύσωμος
View word page
βαρυσκελής
heavy in the legs, slow

ShortDef

heavy in the legs, slow

Debugging

Headword:
βαρυσκελής
Headword (normalized):
βαρυσκελής
Headword (normalized/stripped):
βαρυσκελης
IDX:
16852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16853
Key:

Data

{'content': 'heavy in the legs, slow'}