Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυόργητος
βαρυπαθέω
βαρυπάλαμος
βαρυπένθεια
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
βαρυπεσής
βαρυπήμων
βαρύπλουτος
βαρυπνείων
βαρύπνοια
βαρύποτμος
βαρύπους
βαρύπυκνος
βαρυρρήμων
βαρύς
βαρυσίδηρος
βαρυσκελής
βαρυσκίπων
βαρύσπλαγχνος
βαρυσταθμέω
View word page
βαρύπνοια
laboured breathing

ShortDef

laboured breathing

Debugging

Headword:
βαρύπνοια
Headword (normalized):
βαρύπνοια
Headword (normalized/stripped):
βαρυπνοια
IDX:
16845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16846
Key:

Data

{'content': 'laboured breathing'}