Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρύνω
βαρύνωτος
βαρυοδμία
βαρύοδμος
βαρυόπας
βαρυόργητος
βαρυπαθέω
βαρυπάλαμος
βαρυπένθεια
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
βαρυπεσής
βαρυπήμων
βαρύπλουτος
βαρυπνείων
βαρύπνοια
βαρύποτμος
βαρύπους
βαρύπυκνος
βαρυρρήμων
βαρύς
View word page
βαρυπένθητος
mourning heavily

ShortDef

mourning heavily

Debugging

Headword:
βαρυπένθητος
Headword (normalized):
βαρυπένθητος
Headword (normalized/stripped):
βαρυπενθητος
IDX:
16840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16841
Key:

Data

{'content': 'mourning heavily'}