Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυντικός
βαρύνω
βαρύνωτος
βαρυοδμία
βαρύοδμος
βαρυόπας
βαρυόργητος
βαρυπαθέω
βαρυπάλαμος
βαρυπένθεια
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
βαρυπεσής
βαρυπήμων
βαρύπλουτος
βαρυπνείων
βαρύπνοια
βαρύποτμος
βαρύπους
βαρύπυκνος
βαρυρρήμων
View word page
βαρυπενθής
causing grievous woe

ShortDef

causing grievous woe

Debugging

Headword:
βαρυπενθής
Headword (normalized):
βαρυπενθής
Headword (normalized/stripped):
βαρυπενθης
IDX:
16839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16840
Key:

Data

{'content': 'causing grievous woe'}