Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυντέον
βαρυντικός
βαρύνω
βαρύνωτος
βαρυοδμία
βαρύοδμος
βαρυόπας
βαρυόργητος
βαρυπαθέω
βαρυπάλαμος
βαρυπένθεια
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
βαρυπεσής
βαρυπήμων
βαρύπλουτος
βαρυπνείων
βαρύπνοια
βαρύποτμος
βαρύπους
βαρύπυκνος
View word page
βαρυπένθεια
heavy, deep affliction

ShortDef

heavy, deep affliction

Debugging

Headword:
βαρυπένθεια
Headword (normalized):
βαρυπένθεια
Headword (normalized/stripped):
βαρυπενθεια
IDX:
16838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16839
Key:

Data

{'content': 'heavy, deep affliction'}