Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάρυνσις
βαρυντέον
βαρυντικός
βαρύνω
βαρύνωτος
βαρυοδμία
βαρύοδμος
βαρυόπας
βαρυόργητος
βαρυπαθέω
βαρυπάλαμος
βαρυπένθεια
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
βαρυπεσής
βαρυπήμων
βαρύπλουτος
βαρυπνείων
βαρύπνοια
βαρύποτμος
βαρύπους
View word page
βαρυπάλαμος
heavy-handed
ShortDef
heavy-handed
Debugging
Headword:
βαρυπάλαμος
Headword (normalized):
βαρυπάλαμος
Headword (normalized/stripped):
βαρυπαλαμος
IDX:
16837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16838
Key:
Data
{'content': 'heavy-handed'}