Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαρυμωροκάρδιος
βάρυνσις
βαρυντέον
βαρυντικός
βαρύνω
βαρύνωτος
βαρυοδμία
βαρύοδμος
βαρυόπας
βαρυόργητος
βαρυπαθέω
βαρυπάλαμος
βαρυπένθεια
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
βαρυπεσής
βαρυπήμων
βαρύπλουτος
βαρυπνείων
βαρύπνοια
βαρύποτμος
View word page
βαρυπαθέω
to be much annoyed

ShortDef

to be much annoyed

Debugging

Headword:
βαρυπαθέω
Headword (normalized):
βαρυπαθέω
Headword (normalized/stripped):
βαρυπαθεω
IDX:
16836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16837
Key:

Data

{'content': 'to be much annoyed'}