Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαρύμαστος
βαρυμελής
βαρυμηνιάω
βαρύμηνις
βαρύμισθος
βαρύμοχθος
βαρυμωροκάρδιος
βάρυνσις
βαρυντέον
βαρυντικός
βαρύνω
βαρύνωτος
βαρυοδμία
βαρύοδμος
βαρυόπας
βαρυόργητος
βαρυπαθέω
βαρυπάλαμος
βαρυπένθεια
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
View word page
βαρύνω
to weigh down, oppress by weight, depress
ShortDef
to weigh down, oppress by weight, depress
Debugging
Headword:
βαρύνω
Headword (normalized):
βαρύνω
Headword (normalized/stripped):
βαρυνω
IDX:
16830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16831
Key:
Data
{'content': 'to weigh down, oppress by weight, depress'}